βράχνιασμα

βράχνιασμα
το [βραχνιάζω]
η βραχνάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βράχνιασμα — το η βραχνάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βράγχος — βράγχος, ο (Α) βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό και συγχρόνως όρο της τεχνικής ορολογίας, άγνωστης ετυμολ. Χωρίς ισχυρή βάση παραμένει ο συσχετισμός με τον αόρ. βραχείν ηχήσαι, ψοφήσαι (Ησύχ.) (πρβλ. ήδη ομηρ. βράχε /… …   Dictionary of Greek

  • υπόβραγχος — ον, Α λίγο βραχνός, κάπως βραχνιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βράγχος «βράχνιασμα»] …   Dictionary of Greek

  • ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 …   Dictionary of Greek

  • Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… …   Dictionary of Greek

  • βράχνα — η αλλοίωση της φωνής που οφείλεται σε πάθηση του λάρυγγα, βραχνάδα, βράχνιασμα: Απέκτησε μια βράχνα στη φωνή ύστερα από τόσα χρόνια διδασκαλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχνάδα — η η βράχνα, το βράχνιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”